Η ΑΙΜΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΤΑΣΗΣ. ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΤΩΝ ΑΙΜΟΔΥΝΑΜΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΑΡΤΗΡΙΑΚΗ ΠΙΕΣΗ.
|
Δ. Παπαδόπουλος, et al.
Καρδιολογική Κλινική, ΓΝΑ «Λαϊκό»
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:
Οι τιμές της Αρτηριακής Πίεσης εξαρτώνται άμεσα από την συσχέτιση της Καρδιακής Παροχής και της Συστηματικής Αγγειακής Αντίστασης. Η αύξηση της ΑΠ είναι αποτέλεσμα της συσχέτισης των αιμοδυναμικών μηχανισμών και όχι μίας μεμονωμένης διαταραχής.
Η σφυγμική και η συστολική ΑΠ σχετίζονται ισχυρά, αλλά δεν εξαρτώνται μονοσήμαντα από την Ολική Αρτηριακή Ενδοτικότητα.
|
Σκοπός
Να αξιολογηθεί η συσχέτιση των αιμοδυναμικών παραμέτρων της κυκλοφορίας του αίματος με την Αρτηριακή Πίεση (ΑΠ) μέσω της μεθόδου της ρεοκαρδιογραφίας.
Υλικό – Μέθοδοι
Μελετήθηκαν οι καταγραφές 1.276 ατόμων (564 άνδρες 712 γυναίκες), υγιών και ασθενών, μέσης ηλικίας 49.2±14.5 έτη. Η μέτρηση πραγματοποιήθηκε με ψηφιακά ρεοκαρδιογραφικά συστήματα αυτοματοποιημένων μετρήσεων (CardioScreen® 1000 και niccomo™ monitor, Medis, Germany).
Αναλύθηκαν: η Συστολική (ΣΑΠ), Διαστολική (ΔΑΠ), Μέση (ΜΑΠ) και Σφυγμική (ΣΠ) αρτηριακή πίεση, ο δείκτης Καρδιακής Παροχής (CI), η Καρδιακή Συχνότητα (HR), ο δείκτης Παλμού (SI), η Περιεκτικότητα Υγρών Θώρακα (TFC), ο δείκτης Ταχύτητας (VI), ο δείκτης Επιτάχυνσης (ACI), ο δείκτης Συστηματικής Αγγειακής Αντίστασης (SVRI) και ο δείκτης Ολικής Αρτηριακής Ενδοτικότητας (TACI).
Αποτελέσματα
Κανένας μεμονωμένος αιμοδυναμικός μηχανισμός δεν βρέθηκε να έχει υψηλή συσχέτιση με την ΣΑΠ, ΔΑΠ, ΜΑΠ και ΣΠ. Ακόμη και η SVRI είχε μία μέτρια συσχέτιση. Το γινόμενο όμως των δεικτών της Καρδιακής Παροχής (CI) και της Συστηματικής Αγγειακής Αντίστασης (SVRI) έδειξε να συνδέεται άμεσα με την ΣΑΠ, την ΔΑΠ και την ΜΑΠ (r=0.81, r=0.91, r=0.95 αντίστοιχα, p<0.0001), όχι όμως και με την ΣΠ, με την οποία βρέθηκε να συσχετίζεται ισχυρά ο δείκτης της Ολικής Αρτηριακής Ενδοτικότητας (TACI). Αποκλίσεις από τα φυσιολογικά όρια (μείωση ή αύξηση) των μεμονωμένων παραμέτρων παρατηρήθηκαν τόσο σε υπερτασικούς, όσο και σε νορμοτασικούς. Συνδυασμός όμως αυξημένων τιμών CI και SVRI παρατηρήθηκαν μόνο στους υπερτασικούς.
|
CI
|
SVRI
|
CI*SVRI
|
HR
|
SI
|
TFC
|
VI
|
ACI
|
TACI
|
ΣΑΠ
|
-0,01
|
0,39
|
0,81
|
0,12
|
-0,12
|
0,06
|
-0,26
|
-0,17
|
-0,61
|
ΔΑΠ
|
0,04
|
0,42
|
0,91
|
0,29
|
-0,21
|
0,12
|
-0,30
|
-0,19
|
-0,20
|
ΜΑΠ
|
0,09
|
0,38
|
0,95
|
0,25
|
-0,13
|
0,14
|
-0,27
|
-0,13
|
-0,36
|
ΣΠ
|
-0,04
|
0,20
|
0,38
|
-0,04
|
-0,01
|
-0,01
|
-0,12
|
-0,08
|
-0,59
|
ΤΟ ΑΙΜΟΔΥΝΑΜΙΚΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΥΠΕΡΤΑΣΙΚΩΝ.
ΜΙΑ ΡΕΟΚΑΡΔΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ.
|
K. Γραμματικόπουλος, et al.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:
Εξαιτίας της πολυπλοκότητας των αιμοδυναμικών αιτιών της ΑΥ, η πιθανότητα της σωστής επιλογής της θεραπείας με τυχαίο τρόπο είναι μικρή. Σε μεγάλο ποσοστό περιπτώσεων, οι μεταβολές της Καρδιακής Συχνότητας είναι αντιρροπιστικές, γεγονός που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη στην επιλογή β-αναστολέα. Η ρεοκαρδιογραφία φαίνεται ότι αποτελεί ισχυρό εργαλείο στην διαφοροποίηση των αιμοδυναμικών διαταραχών στην υπέρταση.
|
Σκοπός
Να αποσαφηνιστεί ο ρόλος των αιμοδυναμικών παραμέτρων που εμπλέκονται στην παθοφυσιολογία της Αρτηριακής Υπέρτασης (ΑΥ) μέσω της μεθόδου της ψηφιακής ρεοκαρδιογραφίας.
Υλικό - Μέθοδοι
Μελετήθηκαν 168 άτομα με ιδιοπαθή υπέρταση (78 άνδρες). Η ρεοκαρδιογραφική μέτρηση πραγματοποιήθηκε με ψηφιακό σύστημα αυτοματοποιημένων υπολογισμών (CardioScreen® 1000, Medis, Germany). Αναλύθηκαν ο δείκτης Καρδιακής Παροχής (CI), η Καρδιακή Συχνότητα (HR), ο δείκτης Παλμού (SI), ο δείκτης εκτίμησης της κατάστασης των υγρών «Περιεκτικότητα Υγρών Θώρακα» (TFC), ο δείκτης συσταλτικότητας του μυοκαρδίου «Δείκτης Επιτάχυνσης» (ACI), ο δείκτης της Συστηματικής Αγγειακής Αντίστασης (SVRI) και ο δείκτης Ολικής Αρτηριακής Ενδοτικότητας (TACI).
Αποτελέσματα
Το ποσοστό των χαμηλών, κανονικών, και αυξημένων τιμών της κάθε παραμέτρου δίνεται στον πίνακα.
|
CI
|
HR
|
SI
|
TFC
|
ACI
|
SVRI
|
TACI
|
Τιμή
|
%
|
%
|
%
|
%
|
%
|
%
|
%
|
χαμηλή
|
18
|
20
|
27
|
7
|
38
|
6
|
38
|
κανονική
|
44
|
43
|
40
|
64
|
39
|
27
|
55
|
αυξημένη
|
38
|
37
|
33
|
29
|
23
|
67
|
7
|
Στο 31% των περιπτώσεων η αυξημένη ΑΠ οφειλόταν σε αυξημένη CI, στο 60% σε αυξημένη SVRI, και στο 9% σε συνδυασμένη αύξηση της CI και της SVRI.
Από τους 64 ασθενείς με αυξημένο CI, αυξημένη TFC βρέθηκε σε 22 (34%), αυξημένος ACI σε 25 (39%), και αυξημένη TFC με αυξημένο ACI σε 9 (14%). Από τους 114 ασθενείς με αυξημένη SVRI, αυξημένη TFC βρέθηκε σε 28 (25%), αυξημένος ACI σε 18 (16%), αυξημένη TFC με αυξημένο ACI σε 3 (2.6%). Από μόνη της η αγγειοσύσπαση παρατηρήθηκε μόνο στο 39% του συνόλου των ασθενών. Ως προς την HR, η οποία συχνά αποτελεί κριτήριο επιλογής β-αναστολέα, στο 32% των περιπτώσεων αύξησής της συνοδευόταν από χαμηλό SI, γεγονός που υποδηλώνει αντιρροπιστική αύξηση. Αντιστρόφως, στο 58% των περιπτώσεων μειωμένης HR ο SI ήταν αυξημένος. Από τις 12 περιπτώσεις αυξημένης TACI, οι 11 συνοδεύονταν από αυξημένη CI και μόνο μία από αυξημένη SVRI.
ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΑΙΜΟΔΥΝΑΜΙΚΩΝ ΑΙΤΙΩΝ ΤΗΣ ΜΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗΣ ΑΝΤΙΥΠΕΡΤΑΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ.
|
Μ. Δασκαλάκη, et al
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:
Οι αιμοδυναμικές αιτίες της αυξημένης ΑΠ σε μη ρυθμιζόμενους υπερτασικούς με την καθιερωμένη αγωγή είναι σύνθετες, με κυριότερη την μη ρύθμιση της συστηματικής αγγειακής αντίστασης. Η επιλογή των φαρμάκων στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν συμπίπτει με τις αιμοδυναμικές διαταραχές. Σε ένα μεγάλο ποσοστό ασθενών, όταν η δράση του χορηγηθέντος φαρμάκου συμπίπτει με την αιμοδυναμική διαταραχή, δεν παρατηρείται επαρκής επίδραση σε αυτήν. Αυτό μπορεί να οφείλεται στην μη επαρκή δοσολογία, στον μη ιδανικό ή απαραίτητο συνδυασμό φαρμάκων, ή και στην μη ευαισθησία στο συγκεκριμένο φάρμακο.
|
Σκοπός
Να μελετηθούν οι αιμοδυναμικές αιτίες της μη θεραπευτικής ρύθμισης της Αρτηριακής Πίεσης (ΑΠ) σε ασθενείς, οι οποίοι ελάμβαναν αντιυπερτασική αγωγή.
Υλικό - Μέθοδοι
Στην μελέτη συμπεριελήφθησαν 476 υπερτασικοί (Α 208, Γ 268), μέσης ηλικίας 57.9±12.9 έτη, των οποίων η ΑΠ δεν ρυθμίστηκε με την συνήθη αγωγή (ΑΠ ≥140/90 mm Hg). Η αιμοδυναμική μέτρηση πραγματοποιήθηκε με την ρεοκαρδιογραφία, με ψηφιακά συστήματα αυτοματοποιημένων μετρήσεων (CardioScreen® και niccomo™ monitor, Medis, Germany).
Αναλύθηκαν: η παράμετρος εκτίμησης της κατάστασης των υγρών «Περιεκτικότητα Υγρών Θώρακα» (TFC), η παράμετρος εκτίμησης της καρδιακής συσταλτικότητας «Δείκτης Επιτάχυνσης» (ACI) και ο δείκτης της Συστηματικής Αγγειακής Αντίστασης (SVRI). Η καρδιακή συχνότητα δεν συμπεριλήφθηκε στην ανάλυση επειδή είναι ένας κατ΄εξοχήν προσαρμοστικός μηχανισμός.
Αποτελέσματα
Μονοθεραπεία λάμβανε το 34% των ασθενών, δύο φάρμακα το 34%, και τρία και άνω φάρμακα το 32%. Από τους 112 ασθενείς με μειωμένες τιμές της TFC διουρητικό λάμβαναν οι 92 (82%), ενώ από τους 116 ασθενείς με αυξημένες τιμές της TFC – μόνο οι 44 (38%). Φάρμακο με αρνητική ινότροπο δράση (β-αναστολέα) λάμβαναν οι 92 (43%) από τους 216 ασθενείς με μειωμένες τιμές του ACI και μόνο 20 (22%) από τους 92 με αυξημένες τιμές του δείκτη. Φάρμακο με αγγειοδιασταλτική δράση λάμβαναν όλοι οι 48 (100%) ασθενείς με μειωμένες τιμές του SVRI και οι 304 (85%) από τους 356 ασθενείς με αυξημένες τιμές του SVRI.
ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΤΩΝ ΡΕΟΚΑΡΔΙΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΑΙΜΟΔΥΝΑΜΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΥΠΕΡΤΑΣΙΚΩΝ ΚΑΙ ΥΓΙΩΝ ΑΤΟΜΩΝ.
|
Γ. Αναστασιάδης et al.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:
Η ΑΥ συνοδεύεται από σημαντικές μεταβολές όλων των βασικών παραμέτρων της κεντρικής κυκλοφορίας του αίματος. Επίσης, σε ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό υγιών ατόμων η Συστηματική Αγγειακή Αντίσταση εμφανίζεται αυξημένη. Ο ρόλος της στην εξέλιξη και την πρόγνωση των ατόμων αυτών χρήζει περαιτέρω μελέτης.
|
Σκοπός
Να εξακριβωθεί η επίδραση της Αρτηριακής Υπέρτασης (ΑΥ) στις αιμοδυναμικές παραμέτρους της κυκλοφορίας του αίματος στους υπερτασικούς ασθενείς.
Υλικό – Mέθοδοι
Μελετήθηκαν οι ρεοκαρδιογραφικές καταγραφές σε 124 υγιή άτομα (53 άνδρες, 71 γυναίκες) και σε 168 ασθενείς με ιδιοπαθή υπέρταση και χωρίς άλλη διαγνωσμένη πάθηση (68 άνδρες 100 γυναίκες). Η μέτρηση πραγματοποιήθηκε με ψηφιακά ρεοκαρδιογραφικά συστήματα (niccomo™ monitor και CardioScreen® 1000, Medis, Germany) και με την μεθοδολογία της εφαρμογής των 4 διπλών αισθητήρων σταθερής απόστασης.
Μελετήθηκαν ο δείκτης Καρδιακής Παροχής (CI), η Καρδιακή Συχνότητα (HR), ο δείκτης Παλμού (SI), ο δείκτης κατάστασης υγρών «Περιεκτικότητα Υγρών Θώρακα» (TFC), οι δείκτες συσταλτικότητας «δείκτης Ταχύτητας» (VI), «δείκτης Επιτάχυνσης» (ACI) και «δείκτης Heather» (HI), ο δείκτης Συστηματικής Αγγειακής Αντίστασης (SVRI) και ο δείκτης Ολικής Αρτηριακής Ενδοτικότητας (TACI).
Αποτελέσματα
Οι υπερτασικοί ασθενείς σε σχέση με τους υγιείς είχαν στατιστικά σημαντικά υψηλότερη την HR (75±10.9 έναντι 71±11.9 αντίστοιχα, p<0.002), χαμηλότερο τον SI (50.8±15.2 έναντι 56.4±15.8, p<0.003), υψηλότερη περιεκτικότητα υγρών (TFC 37.1±6.9 έναντι 34±6.6, p<0.001), χαμηλότερους τους δείκτες συσταλτικότητας VI (50.5±14.7 έναντι 61.8±19.7, p<0.0001), ACI (105.4±51 έναντι 130.5±71,7, p<0.001) και HI (10.6±4,1 έναντι 13.9±6,6, p<0.0001), υψηλότερη την αγγειακή αντίσταση (SVRI 2459±744 έναντι 1873±478, p<0.0001), χαμηλότερη την αρτηριακή ενδοτικότητα (TACI 0.79±0.28 έναντι 1.2±0.43, p<0.0001). Δεν καταγράφηκε σημαντική διαφορά ως προς τον δείκτη της Καρδιακής Παροχής (CI 3.8±1.1 έναντι 3.9±0.9, p>0.05).
Παρότι η SVRI ήταν σημαντικά υψηλότερη στους υπερτασικούς, αυξημένες τιμές της βρέθηκαν και στο 24% των υγιών ατόμων ηλικίας 40-50 ετών, στο 50% σε ηλικίες >50, και σε κανέναν υγιή μεταξύ 30 έως 40 ετών.
ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΥΠΕΡΤΑΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΠΑΡΟΧΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΑΓΓΕΙΑΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ.
|
Κ. Γραμματικόπουλος et al.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:
Με την καθιερωμένη αντιυπερτασική αγωγή, η μείωση της ΑΠ δεν επιτυγχάνει και ικανοποιητική ρύθμιση της ΚΠ και της ΣΑΑ.
Μόνο σε 1 στους 7 υπερτασικούς η ρύθμιση της ΑΠ συνοδεύεται από φυσιολογική ΚΠ και φυσιολογική ΣΑΑ. Το 1/3 των ρυθμισμένων υπερτασικών παρουσιάζει μειωμένη ΚΠ. Σε πάνω από το 50% των ρυθμισμένων ασθενών, οι τιμές της ΣΑΑ είναι αυξημένες. Σε έναν δε στους τρεις, η αγγειοσύσπαση συνοδεύεται και από μειωμένη ροή του αίματος. Η μη ομαλοποίηση της ΚΠ και της ΣΑΑ οφείλεται στην μη σωστή επιλογή ή/και διαχείριση των αντιυπερτασικών φαρμάκων.
|
Σκοπός
Όλα τα αντιυπερτασικά φάρμακα μειώνουν την Αρτηριακή Πίεση (ΑΠ) είτε μέσω μείωσης της Καρδιακής Παροχής (ΚΠ), είτε/και μείωσης της Συστηματικής Αγγειακής Αντίστασης (ΣΑΑ). Σκοπός αυτής της μελέτης ήταν να εκτιμηθεί κατά πόσο η ρύθμιση της ΑΠ με την καθιερωμένη αγωγή επιτυγχάνει και την ομαλοποίηση αυτών των δύο παραμέτρων.
Υλικό – Μέθοδοι
Αναλύθηκαν οι αιμοδυναμικές καταγραφές 214 υπερτασικών ασθενών (Α 97, Γ 67), ηλικίας από 25 έως 86 ετών, στους οποίους επιτεύχθηκε ρύθμιση της ΑΠ (<140/90 mm Hg) με την συνήθη αγωγή. Η αιμοδυναμική μέτρηση πραγματοποιήθηκε με την αναίμακτη ψηφιακή ρεοκαρδιογραφία (CardioScreen® 1000, Medis, Germany). Για την ορθή εκτίμηση της ΚΠ και της ΣΑΑ χρησιμοποιήθηκαν οι δείκτες αυτών των παραμέτρων (CI και SVRI αντίστοιχα).
Αποτελέσματα
Οι ευρεθείσες συσχετίσεις δίνονται στον πίνακα (n ο αριθμός των ασθενών, και % το ποσοστό επί του συνόλου).
CI
|
SVRI
|
n
|
%
|
μειωμένη
|
αυξημένη
|
62
|
29,0
|
φυσιολογική
|
μειωμένη
|
0
|
0,0
|
φυσιολογική
|
φυσιολογική
|
29
|
13,5
|
φυσιολογική
|
αυξημένη
|
49
|
22,9
|
αυξημένη
|
μειωμένη
|
33
|
15,4
|
αυξημένη
|
φυσιολογική
|
41
|
19,2
|
αυξημένη
|
αυξημένη
|
0
|
0,0
|
Από τους 62 ασθενείς με χαμηλή ΚΠ οι 54 (87%) λάμβαναν φάρμακο που την μειώνει (διουρητικό ή/και β-αναστολέα), ενώ από τους 74 συνολικά ασθενείς με αυξημένη ΚΠ όλοι (100%) λάμβαναν φάρμακο που την αυξάνει (αγγειοδιασταλτικό). Από τους 33 ασθενείς με μειωμένη την ΣΑΑ όλοι (100%) λάμβαναν αγγειοδιασταλτικό, ενώ από τους 111 συνολικά ασθενείς με αυξημένη την ΣΑΑ, διουρητικό ή/και β-αναστολέα λάμβαναν οι 90 (81%).
|